- αερολογώ
- αερολόγησα, λέω λόγια του αέρα, φλυαρώ: Έπαψε τις αερολογίες κι άρχισε να μιλά σοβαρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αερολογώ — αερολογώ, αερολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αερολογώ — (I) λέγω «λόγια τού αέρα», φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος. ΠΑΡ. αερολόγημα]. (II) ( έω) Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω ||. μέσ. 1. δροσίζομαι 2. παθαίνω ψύξη, κρυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + παραγ. κατάλ. λογώ] … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αεροκοπανίζω — και κοπανώ, άω 1. κοπανίζω αέρα, φλυαρώ, αερολογώ, μωρολογώ 2. κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ, σκιαμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κοπανίζω ο τ. αεροκοπανώ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα ρ. σε ώ, λόγω φωνητικής συμπτώσεως τών κατάλ. τού αόρ. ισα… … Dictionary of Greek
αεροκουβεντιάζω — φλυαρώ, αερολογώ … Dictionary of Greek
αερολόγημα — το [αερολογώ (Ι)] συνήθως στον πληθ. τα αερολογήματα οι αερολογίες (βλ. αερολογία Ι) … Dictionary of Greek
αερολόγος — ο όποιος λέει «λόγια τού αέρα», φλύαρος, φαφλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αερολογία, αερολογώ] … Dictionary of Greek
αερομυθώ — ἀερομυθῶ ( έω) (Α) [ἀερόμυθος] λέγω «λόγια τού αέρα», αερολογώ … Dictionary of Greek
κενολεκτώ — κενολεκτῶ, έω (Α) κενολογώ, μιλώ χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αερολογώ, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο λεκτώ, ορθο λεκτώ] … Dictionary of Greek